κολοβοδιέξοδος

κολοβοδιέξοδος
κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)
(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολοβοδιεξόδους — κολοβοδιέξοδος having a curtailed passage masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβοδιεξόδων — κολοβοδιέξοδος having a curtailed passage masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”