- κολοβοδιέξοδος
- κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος].
Dictionary of Greek. 2013.